- σφιχταγκαλιάζω
- Ναγκαλιάζω σφιχτά («μέσ' στα βράχια βρίσκουν / παραρριγμένα δυο κορμιά και σφιχταγκαλιασμένα», Κρυστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + αγκαλιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφιχταγκάλιασμα — το, Ν [σφιχταγκαλιάζω] η ενέργεια τού σφιχταγκαλιάζω, σφιχτό αγκάλιασμα … Dictionary of Greek
επισφίγγω — ἐπισφίγγω (AM) σφίγγω δυνατά, δένω, κρατώ σφιχτά μσν. μέσ. ἐπισφίγγομαι διπλώνομαι, μαζεύομαι, κουλουριάζομαι αρχ. 1. σφιχταγκαλιάζω 2. τεντώνω πιο πολύ, επιτείνω το σφίξιμο («τήν νήτην ἐπίσφιγξον», Αιλ.) 3. μτφ. μπερδεύω, περιπλέκω … Dictionary of Greek
σφιχτ(ο)- — πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων στις οποίες δίνει την έννοια του δυνατά, στερεά· π.χ. σφιχταγκαλιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)